- κορυμβώδης
- κορυμβώδης, ες,A v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορυμβώδης — ες (Α κορυμβώδης, ῶδες) [κόρυμβος] (για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους νεοελλ. 1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη 2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου … Dictionary of Greek
κορυμβῶδες — κορυμβώδης masc/fem voc sg κορυμβώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… … Dictionary of Greek
κορυμβοειδής — κορυμβοειδής, ές (Α) [κόρυμβος] κορυμβώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek